ενορχηστρώνω

ενορχηστρώνω
ενορχήστρωσα, ενορχηστρώθηκα, ενορχηστρωμένος, μτβ., κατανέμω τα μέρη μουσικής σύνθεσης στα διάφορα όργανα της ορχήστρας, συνθέτω το μέρος της ορχήστρας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενορχηστρώνω — ενορχηστρώνω, ενορχήστρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενορχηστρώνω — συνθέτω το μέρος τής ορχήστρας, κατανέμω τους φθόγγους μιας μουσικής σύνθεσης στα όργανα τα οποία θα τήν εκτελέσουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. orchestrate, instrument] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”