- ενορχηστρώνω
- ενορχήστρωσα, ενορχηστρώθηκα, ενορχηστρωμένος, μτβ., κατανέμω τα μέρη μουσικής σύνθεσης στα διάφορα όργανα της ορχήστρας, συνθέτω το μέρος της ορχήστρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.